- ἀφθόνοις
- ἄφθονοςwithout envymasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθηνώ — εὐθηνῶ, έω (Α) ακμάζω, ευδοκιμώ, ευημερώ (α. «οἱ οἶκοι αὐτῶν εὐθηνοῡσι», ΠΔ β. «Αἴγυπτος καρποῑς ἀφθόνοις εὐθηνεῑτο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ευθενώ*] … Dictionary of Greek
φατνίζω — ΜΑ [φάτνη] μσν. μτφ. τρέφομαι με πλούσιες και πολυτελείς τροφές («κἀκεῑνον μὲν ἐφάτνιζον ἀφθόνοις πανδαισίαις», Κ. Μανασσ.) αρχ. (συν. το παθ.) φατνίζομαι τρέφομαι σε φάτνη, σε στάβλο … Dictionary of Greek